ἄκροις

ἄκροις
ἄκρον
highest
neut dat pl
ἄκρος
at the farthest point
masc/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ASAEL — I. ASAEL Latine fecit Deus, Zerviae fil. frater Ioab, Davidis nepos. 2. Sam. c. 2. v. 18. ubi legimus: Eratque Asahel celer pedibus, ut caprear um aliqua quae degit in agro. De quo Iosephus perhibet, quod ἵππον καταςτάντα εἰς ἅμιλλαν praevertetet …   Hofmann J. Lexicon universale

  • POLYPHEMUS — inter Cyclopas omnes, qui centum fuisse memorantur, viribus corporis formaeque magnitudine praestantissimus fuit; quibus vero parentibus ortus fuerit, nondum constat. Apollonius, Argon. l. 1. illum Neptunô et Europâ Tityi filiâ natum fuisse… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άκρο — το (Α ἄκρον) 1. το ακραίο, το έσχατο ή το υψηλότερο σημείο ενός πράγματος ή τόπου, η άκρη 2. μτφ. το υπέρτατο σημείο, ο ανώτατος βαθμός, το όριο, και νεοελλ. συνεκδ. υπερβολή, ακρότητα νεοελλ. 1. στον πληθ. τα άκρα* (άνω και κάτω), τα ακραία μέλη …   Dictionary of Greek

  • ίριδα — I (Ιατρ.). Τμήμα του ματιού, που βρίσκεται μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και του φακού. Είναι έγχρωμο και χωρίζει τον πρόσθιο από τον οπίσθιο θάλαμο του οφθαλμού. Η αλλαγή του μεγέθους της κόρης γίνεται με τη σύσπαση της ί. ιριδεκτομή.… …   Dictionary of Greek

  • επιπλατύνω — ἐπιπλατύνω (Α) πλατύνω πιο πολύ, απλώνω, επεκτείνω («τοῑς ἄκροις τῶν δακτύλων ἐπιπλατύνεται», Γρηγ Νύσα) …   Dictionary of Greek

  • μυωπάζω — (ΑΜ μυωπάζω) μισοκλείνω τα μάτια μου για να διακρίνω πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται μακριά, είμαι μύωπας, πάσχω από μυωπία νεοελλ. μτφ. αδυνατώ να εννοήσω τις βαθύτερες αιτίες τών γεγονότων και να προβλέψω τα απώτερα αποτελέσματά τους, δεν… …   Dictionary of Greek

  • συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… …   Dictionary of Greek

  • ψαυκροπόδης — ὁ, και ως επίθ. ψαυκρόπους, ουν, Α 1. γρήγορος στα πόδια, γοργοπόδαρος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ψαυκρόποδα κουφόποδα, ἄκροις τοῑς ποσὶ ψαύοντα»· [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαυκρός «ταχύς» + πόδης / πους (πρβλ. σκιρτο πόδης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”